- Τερεντίου
- Τερέντιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Τερέντιος, ΄Αφερ (Λιβυκός) Πόπλιος — (Publius Terentius Afer, Καρχηδόνα περίπου 190 π.Χ. – περίπου ; 160). Ρωμαίος κωμικός ποιητής. Δούλος του συγκλητικού Τερέντιου Λουκανού, απέκτησε πολιτικά δικαιώματα, αφού έγινε απελεύθερος. Έζησε σε στενή επαφή με τους ελληνίζοντες κύκλους των… … Dictionary of Greek
εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… … Dictionary of Greek
εικονογράφηση — Το σύνολο των διακοσμητικών στοιχείων και εικόνων που συνοδεύουν ένα κείμενο προκειμένου να το κάνουν ελκυστικότερο ή να τεκμηριώσουν το περιεχόμενό του. Γνωστή ήδη στην αιγυπτιακή και στην ελληνορωμαϊκή εποχή, η ε. γνώρισε μεγάλη ακμή στα… … Dictionary of Greek
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
Αιμίλιος Παύλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Ύπατος το 219 216 π.Χ. Το 219 νίκησε τον Δημήτριο της Φάρου, ηγεμόνα της βόρειας Ιλλυρίας. Το 218 ήταν μέλος της ρωμαϊκής πρεσβείας στην Καρχηδόνα και πέθανε στις Κάνες το 216. 2. Α.Π. ο… … Dictionary of Greek
Άκρων Ελένιος — (τέλη 2ου αι. μ.Χ.). Ρωμαίος λόγιος. Έγραψε πολύ αξιόλογα σχόλια πάνω σε έργα του Τερέντιου και ιδιαίτερα πάνω σε ποιήματα του Οράτιου, που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από αρκετούς άλλους Λατίνους λόγιους. Από τα γραπτά όμως δεν έχει σωθεί τίποτε.… … Dictionary of Greek
Δονάτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε σε παιδική ηλικία με αποκεφαλισμό. H μνήμη του τιμάται στις 4 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Απριλίου. 3. Τον σκότωσαν με τόξο. Η μνήμη του τιμάται στις 6… … Dictionary of Greek
Καικίλιος — Επώνυμο ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Σέξτος Αφρικανός (2ος αι. μ.Χ). Νομικός, μαθητής του Ιουλιανού. Έγραψε τα έργα Ζητήματα (9 τόμοι), Επιστολές (20 βιβλία) και τη μονογραφία Περί μοιχών. 2. Στάτιος (Μεδιόλανο 219; – 166; π.Χ.).… … Dictionary of Greek
Λα Φοντέν, Ζαν ντε- — (Jean de La Fontaine, Σατό Τιερί 1621 – Παρίσι 1695). Γάλλος συγγραφέας. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο κολέγιο της γαλλικής πόλης Ρεν, αλλά για πολλά χρόνια εξάσκησε το επάγγελμα του πατέρα του, ο οποίος ήταν επιθεωρητής δασών. Σύντομα εγκατέλειψε … Dictionary of Greek